3.21.2017

World Poetry Day Vol.2


Το αναπότρεπτο του χρόνου.

Εσπέριος ο άνεμος που με έσυρε στην ξενιτιά.
Χώρισαν τα σώματα. Απομακρυνθήκαμε.
Έμαθα,πώς είναι η γεύση από το αίμα,
που η διάλυση αφήνει.

Έμαθα,πώς είναι να διαλέγεις όταν η θέληση 
δεν συμμερίζεται το αναγκαίο.
Έμαθα,πως ζεις σε άλλο σημείο του ορίζοντα και εσύ,
τώρα που οι ανέμοι το βάρος μας σηκώσανε.
Έμαθα,σιγόλεγες,δεν έχεις επιλογή.
Έμαθα,σαν ξημερώνει τα παραθυρόφυλλα κλείνεις 
και ξεμυτάς με το πρώτο σκοτάδι.

Σε φέρνω στο μυαλό σκυφτό και μονάχο. 
Βαδίζεις,στέκεσαι,συνεχίζεις.
Νύχτα στη νύχτα,αλλαγές κατακτάς,
το μετά να πονάει λιγότερο από το πριν. 
Νύχτα στη νύχτα,το αναπότρεπτο του χρόνου σου χαράζει τη μορφή.
Νύχτα στη νύχτα, ανησυχώ.

Εκεί που βρίσκεσαι καραδοκούν ευκαιριοθήρες,
θέλουν χωρίς αρχή να μας αφήσουν. 
Θέλουν μαζί τους να σε πάρουν. 
Θέλουν να γίνετε πολλοί. 
Μην πας.

Θέλουν τον άδειο από αίσθημα και μνήμη εαυτό σου
με μίσος να γεμίσουν.
Μην πας.

Μείνε στο σπίτι,μείνε εκεί που χωράς,
τακτοποιήσου μόνο για λίγο, 
θυμήσου πού ριζώνει ο νους και η καρδιά.
Μην αλλάξεις από το απερίγραπτο λάθος του καιρού 
να κρύβει την αγάπη.
Σε αδικώ όλες τις στιγμές που λείπω.Μην πας.

Εδώ που βρίσκομαι τα μαδριγάλια αλλιώτικα ηχούν,
πιο πένθιμα, λυπητερά παρά ποτέ.
Εδώ που βρίσκομαι φυσάει προδοσία,κρυώνω.
Όμηρος του κόσμου έγινα.Μην πας.
Με αδικώ όλες τις στιγμές που λείπω.

Το χώμα που μαζί πατήσαμε πάντα μας θυμάται,
πάντα μας ριζώνει.Μην πας.
Ταιριαστό το κύλημα του καιρού ποτέ δεν θα ‘ναι για εμάς.
Μην πας.

Κράτα το νου στην καρδιά και τα πόδια στην γη. 
Κάνε τον δρόμο της επιστροφής 
που ακατόρθωτος για μένα φαίνετε,
έναν περίπατο σαν αυτόν που κάνουν τα παιδιά 
και οι μανάδες στα πάρκα και τις γειτονιές.
Ανάδευε τις πασχαλιές να ξεχυθεί το άρωμα, 
να ξυπνήσει η μνήμη μου στη δύση,να πατώ τα χώματα της 
και να ανθίζουν καθώς στην προσμονή μπροστά,του γυρισμού,
θα μουδιάζω.

Χωρίς το παρελθόν να υπάρχει 
χωρίς το παρόν να ‘ναι αναγκαίο
χωρίς το μέλλον να ‘ναι υπόσχεση 
εκεί θέλω να έρθεις.
Έλα.
Έλα εδώ που οι μύστες κόπιασαν να με βάλουν.
Έλα εδώ που η μνίστης,μου περισσεύει.
Έλα να σε αδικήσω,αφού μοναχά αυτό ξέρω καλά να κάνω.
Να ξέρω, να αποκριθώ του νου μου 
πώς μετουσίωσε ο καιρός τον έρωτα.

Αν δεν με ρωτήσουν την απάντηση γνωρίζω, 
σαν αίσθημα και ειν’αυτό αρκετό 
για έναν ταξιδευτή όπως εγώ, 
μα για τον κόσμο που το αλλιώτικο εχθρεύεται 
δεν είναι αρκετό ό,τι νιώθω. 
Μαζί τους μην πας. 

Είμαι ο χρόνος που πέρασε, 
είσαι ο χρόνος που πέρασε, 
είμαστε οι στιγμές που ζήσαμε μαζί,μόνοι.
Μας αδικώ όταν λείπω. 
Επιθυμώ πριν ξεχάσει το μυαλό και το σώμα 
να πιάσουμε μαζί μια στιγμή και να τη ζήσουμε
αφού πια ξέρουμε πως ο χρόνος 
αφιλόξενη πατρίδα για τον έρωτα που ποθήσαμε είναι.

Επιθυμώ πριν σ’αφήσω ελεύθερο,να ελευθερωθώ.
Έλα, πριν τον Αχέροντα διασχίσω, 
έξω στην όχθη στέκομαι, 
έτοιμη να αφήσω τον κόσμο που μας λέρωσε, 
έλα και πες μου, 
«Μην πας.»

X CIVIL.A