Έχω πολύ καιρό να νιώσω συγκίνηση για κάτι ώστε να γράψω για
αυτό.
Στη Θεσσαλονίκη όμως γνώρισα έναν δρόμο, ένα κτήριο και ένα σχεδόν
φάντασμα.
Αυτά τα τρία σε συνδυασμό ήταν αρκετά για να με κάνουν να
θέλω να πω δυο κουβέντες.
Ήταν βράδυ Σαββάτου ,ξημέρωμα Κυριακής για την ακρίβεια μιας
που ήταν περασμένες δώδεκα. Η ώρα των
φαντασμάτων, πνευμάτων και λοιπών αγαπημένων μου.
Η μεγάλη βόλτα που
ξεκινήσαμε νωρίς το μεσημέρι, με οδήγησε
εμένα και την παρέα μου σε έναν πολύ απλό και ήσυχο ,μα συνάμα, έντονο
ενεργειακά δρόμο, κοντά στην πλατεία εμπορίου.
Όσο και αν δεν έβλεπα άνθρωπο τριγύρω, γνώριζα καλά πως κάτι
ζούσε εκεί.
Είδα φως στα αριστερά μου και καθώς προπορευόμουν, στάθηκα
να περιμένω τους φίλους μου, με τους οποίους μοιραζόμαστε την ίδια πετριά για
αυτά τα όμορφα, τυχαία, της ζωής.
Τα μάτια μου έμεινα σε μια παράξενη βιτρίνα, «Από εδώ
έρχεται το φως.» σκέφτηκα και συνέχισα να χάσκω. Κάποιος ήταν μέσα, άνθρωπο τον
νόμισα στην αρχή, έπειτα κατάλαβα πως δεν ήταν.
Το «φάντασμα» μας είδε που στεκόμασταν μπροστά στην πόρτα
του και μας κάλεσε μέσα, προειδοποιώντας μας πως βγαίνοντας δεν θα είμαστε οι
ίδιοι άνθρωποι.
Χαμογέλασα στο
άκουσμα των λεγομένων του, παίρνοντας τα όμως πολύ σοβαρά, άλλωστε δεν μου
άφησε κανένα περιθώριο να πάρω αψήφιστα τα λόγια του!
«I am the host and the ghost of Bensousan Han.
Περάστε!» και με το απλωμένο του χέρι μας έδειξε τον δρόμο.
Είχα καιρό να αισθανθώ τέτοιο μούδιασμα. Είχα καιρό να νιώσω
τη ζωή χωρίς να μετράει ο χρόνος. Χάθηκα και εγώ και οι υπόλοιποι.
Κοιταζόμασταν, μάλλον έκπληκτοι, ίσως η λέξη να μην είναι ταιριαστή τώρα που το σκέφτομαι...
Είχαμε κεραυνοβοληθεί και οι τέσσερις.
Το Bensousan Han (χάνι του Μπενσουσάν), δεν
ήταν όμορφο με την κλασική έννοια της λέξης.
Ήταν ατμοσφαιρικό, κινηματογραφικό,
λουσμένο με την ενέργεια των ανθρώπων που μέσα στα χρόνια πέρασαν από τα
δωμάτια του, χαρακωμένο πιο πολύ από τις νυχτερινές προσευχές τους, τα πάθη τους και τα όνειρα τους, παρά από τον
ίδιο τον καιρό.
Τα ξύλα του μου μύριζαν μπαχάρι, τόσο που σκέφτηκα πως ο
υπέροχος ,«φύλακας-φάντασμα», Στυλιανός σκόρπαγε στο διάβα του κάθε μέρα κανέλα και γαρύφαλλο στο δάπεδο.
Το ίδιο αυτό βράδυ δώσαμε τα χέρια και συμφωνήσαμε να
επισκεφτούμε το Μπενσουσάν και τον Στυλιανό το ερχόμενο μεσημέρι, ώστε να δούμε
τον χώρο με φυσικό φως.
Ώρες μετά έστεκα πάλι έκπληκτη. Tο φως έλουζε το
Μπενσουσάν, το έφτιαχνε στα μάτια μου ακόμα πιο ελκυστικό, ακόμα πιο
γοητευτικό και αυτό με έκανε να αισθάνομαι ένα μάγκωμα στο σώμα χωρίς να ξέρω πως και που να κινηθώ.
Στα δωμάτια του ήμουν σίγουρη πως έβλεπα να τριγυρίζουν
αχνές μορφές με αέρινα νυχτικά και λυτά μαλλιά. Ο Στυλιανός ευγενής,
διακριτικός και απείρως υπομονετικός μας άφησε για αρκετή ώρα να βιώσουμε αυτήν
την υπέροχη εμπειρία.
Έπειτα από αυτό μπορώ με σιγουριά να σας μεταφέρω πως το Μπενσουσάν Χαν, δεν είναι το κτήριο, δεν είναι τα δωμάτια, δεν είναι οι τοίχοι.
Είναι το στίγμα που άφησαν οι άνθρωποι μέσα στον καιρό, οι στιγμές
που πέρασαν εκεί, οι δρόμοι που διασταυρώθηκαν και οι ζωές που συναντήθηκαν και χώρισαν, είναι η νοσταλγία, είναι μια ολόκληρη εμπειρία ζωής.
Ο αγαπημένος, πια, Στυλιανός
φτιάχνει κάθε λεπτό κάτι πολύ σπουδαίο και το μοιράζει απλόχερα σε όσους
τολμούν να διαβούν το κατώφλι της πόρτας του.
Ευχαριστώ Στυλιανέ για όλα.
XX
Civil.A
ps.επιφυλάσσομαι να μιλήσω σύντομα,περισσότερο για αυτό το υπέροχο φάντασμα που ακούει στο όνομα Στυλιανός.
photo:Civil_A
photo:Civil_A
ps.επιφυλάσσομαι να μιλήσω σύντομα,περισσότερο για αυτό το υπέροχο φάντασμα που ακούει στο όνομα Στυλιανός.
photo:NasosKvisuals
photo:Civil_A
photo:Civil_A
photo:civil_A
photo:NasosKvisuals
photo:Civil_A
photo:NasosKvisuals
photo:NasosKvisuals
photo:NasosKvisuals
photo:Civil_A
photo:Civil_A
photo:NasosKvisuals